- ἀμορφύνω
- ἀμορφ-ύνω, = foreg., Antim.72.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμορφύνω — ἀμορφύνω (Α) [ἄμορφος] κάνω κάτι άμορφο, τό ασχημίζω … Dictionary of Greek
άμορφος — (amorpha). Γένος χαμηλών θάμνων της οικογένειας των χεδρωπών, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή με φυλλάρια ωοειδή, ακέραια. Τα άνθη τους είναι λευκά, μπλε ή κόκκινα και σχηματίζουν ταξιανθίες. Τα περισσότερα από … Dictionary of Greek
ἀμορφύνειν — ἀμορφύ̱νειν , ἀμορφύνω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)